-
1 ρίζα
η1) е рази. знач корень;ρίζες τού δέντρου — корни дерева;
έχει εκατόν ρίζες εληές — у него сто корней маслины, сто оливковых деревьев;
ρίζα του δοντιού — корень зуба;
ρίζα της λέξης — корень слова;
ρίζα του κάκου — корень зла;
τετραγωνική (κυβική) ρίζα — квадратный (кубический) корень;
βγάζω ( — или εξάγω) τη ρίζα — извлекать корень;
πιάνω ( — или απλώνω) ρίζα — пускать корни;
χτυπώ το κακό στη ρίζα — или κόβω το κακό απ' τη ρίζα — пресекать зло в корне;
έχω βαθειές ρίζες — иметь глубокие корни;
2) перен. основание, база;ρίζα του βουνού — подножие горы;
3) мат., хим. радикал
См. также в других словарях:
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
παιάνας — Αρχαία ελληνική σύνθεση, η οποία καταγόταν από ένα αρχικό ιερό τραγούδι προς τον Παιήονα Απόλλωνα (θεραπευτή). Ο π. κατόπιν χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για την αποτροπή ασθενειών, αλλά και για να υμνήσει τη νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου, σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… … Dictionary of Greek